δαφνοκουκκουτσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνοκουκκουτσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαφνοκουκκουτσιˬὰ ἡ, Κρήτ. (Περιβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαφνοκούκκουτσο.
Σημασιολογία
Δάφνη 1, τὸ ὁπ. βλ.: Ἐκεῖ λοιπὸν ἐφύτρωσε μιˬὰ δαφνοκουκκουτσιˬὰ καὶ μέσα ς᾿ τὴ δαφνοκουκκουτσιˬὰ ἤτανε μιˬὰ ὡραία κοπέλα (ἐκ παραμυθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA