ἀτσούμαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσούμαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀτσούμαρος ὁ, Κρήτ. (Σητ.) τσούμαρος Κρήτ. (Λατσίδ.)

Ετυμολογία

Ἀγνώστου ἐτύμου.

Σημασιολογία

1 ) Νέος εὔρωστος μεταξὺ παιδικῆς καὶ ἐφηβικῆς ἡλικίας. ὁ ἡβάσκων Κρήτ. (Λατσίδ.) 2) Ἄνθρωπος ἀμόρφωτος, ἀγροῖκος Κρήτ. (Σητ.): Μ ’ αὐτὸ τὸν ᾶτσούμαρο πῆες νὰ τὰ βάλῃς ; δὲ dὸνε κατέχεις εἶdα πραμάτε͜ια ᾽ναι. Ἀτσούμαρος εἶναι, μόνο μὴ dοῦ μιλῇς, γιˬατὶ θὰ σὲ βάλῃ bροστάς

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/