δαφνολούλουδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνολούλουδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαφνολούλουδο τό, Σ. Σκίπ., Τρόπαια, 72, Ἀπολλ. ᾆσμ., 14 δαφνολούλ᾿δου Ἴμβρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δάφνη καὶ λουλούδι.
Σημασιολογία
Τὸ ἄνθος τῆς πικροδάφνης ἔνθ᾿ ἀν.: Ποίημ. Δαφνολούλουδα κἄπου θ᾿ ἀνθίζουνε ἐκεῖ γύρω, νὰ κόψουμε πάλι, τὴν ἀπέθαντη, φίλε, τοῦ Ἀπόλλωνα νὰ στολίσουμε ἐξαίσιˬα τὴ λύρα Σ. Σκίπ., Τρόπαια, ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA