ἀτσουντσούρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσουντσούρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀτσουντσούρευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσουντσουρευτὸς < τσουντσουρεύω.

Σημασιολογία

1) ᾿Επὶ ρυακίων, κρηνῶν κττ. ὁ μὴ κεκαθαρμένος τὴν κοίτην, τὸ ρεῖθρον, ὥστε νὰ ρέῃ τὸ ὕδωρ ἀκωλύτως. Συνών. ἀγλάφστος 2) ᾿Επὶ δοθιήνων ἢ ἀποστημάτων, ἄσχαστος, ἄρρηκτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/