ἄτσουχτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄτσουχτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄτσουχτος ἐπίθ. πολλαχ. ἄτσουχτους Μακεδ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *τσουχτὸς < τσούζω.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ ὑπερμέτρως ἁλατισθείς᾿ ἐπὶ ἐδεσμάτων πολλαχ.: Γνωμ. Τὸ παστὸ τσοῦξε το, τὸ τυρὶ ἄσ' το ἄτσουχτο Λεξ. Δημητρ. 2) Ὁ μὴ πιὼν ποτὸν οἰνοπνευματῶδες, άμέθυστος πολλαχ.: Ποτὲ δὲ φεύγουν ἄτσουχτοι ἀπὸ τὴν ταβέρνα Λεξ. Δημητρ. Β) Μεταφ. 1) Ὁ μὴ ἀναγκασθεὶς νὰ ὑποστῇ οἰκονομικὴν άφαίμαξιν Λεξ. Δημητρ.: Κἀνένας δὲν ξεφεύγει ἄτσουχτος ἀπὸ τέτο͜ια μέρη. 2) Ὁ μὴ νυχθείς, ὁ μὴ πειραχθεὶς διὰ λόγου ἢ πράξεώς τινος Λεξ. Δημητρ.: Ἔννο͜ια σου καὶ δὲν τὸν ἄφησα ἄτσουχτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA