δαφνόνερο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαφνόνερο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαφνόνερο τό, πολλαχ. δαφνόν-νερο Κῶς δαφνόνιρου Ἴμβρ. Προπ. (Καλόλιμν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δάφνη καὶ νερό.

Σημασιολογία

Ὕδωρ βρασμένον μετὰ φύλλων δάφνης, χρησιμοποιούμενον, ὑπὸ τῶν γυναικῶν κυρίως, διὰ τὸ λούσιμον τῆς κόμης των ἔνθ᾿ ἀν.: Λούν-νουν dὰ μαλ-λιˬά τως μὲ δαφνόν-νερο γ-γιˬὰ νὰ μυρίζ-ζου Κῶς || ᾎσμ. Νὰ τὸ ᾿ξιρι ἡ μαννούλα σου πὼς γίννιτ᾿ ἡ χαρά σου, δαφνόνιρου θέ᾿ ᾿ὰ γινῇ νὰ λούζῃς τὰ μαλλιˬά σου (ἐκ γαμηλίου ᾄσματος, πρὸς νύμφην ὀρφανὴν μητρὸς) Προπ. (Καλόλιμν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/