γύφτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γύφτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γύφτικος ἐπίθ. κοιν. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.) γύφτικους Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) γιˬούφτικος Πόντ. (Οἰν.) γιˬούφτικους Εὔβ. (Βρύσ.) Μακεδ. (Βέρ. Δαμασκην. Δαφνούδ. Ἐλευθερ. Θεσσαλον. Κοζ. Νάουσ. Πάγγ. Σιάτ. Σιδηρόκ. Χωριστ. κ.ἀ.) γύφτ᾿κους Ἁλόνν. Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἄγναντ. Ἀρτοπ. Δολιαν. Δωδών. Ἰωάνν. Κουκούλ. Μέγα Περιστέρ. Νεγᾶδ. Μεγαλόβρ. Πήλ.) Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Δασοχώρ. Ἐράτυρ. Καστορ.) Πάρ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Καρ. Καρπεν. Ὀρχομεν. Περίστ. Φθιῶτ. Φωκ. Χαιρών.) γιˬούφτ᾿κους Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) Θρᾴκ. Μακεδ. (Ἅγιος Νικόλ. Βόιον Βρία Γαλατ. Ἐράτυρ. Κοζ. Ρουμλ. Σιάτ. Χαλκιδ.) Θεσσ. (Βαθύρρ. κ.ἀ.) ᾿ύφτικος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Ἰνέπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γύφτος. Ἡ λ. ἤδη καὶ εἰς Ἀκολουθίαν τοῦ ἀνοσίου τραγογένη Σπανοῦ, É. Legrand, Bibl. gr. vugl., 2, 47.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἀνήκων, ὁ ἁρμόζων εἰς γύφτον κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν.) : Ἂς ἔχῃ παρᾶδες, ἔχει βένα γύφτικη, δὲ bαdρεύεται (βένα = φλέβα) Ἤπ. (Χιμάρ.) Γιˬούφτικο σπίτι, τὸ σπίτι ᾿μουνα (τὸ σπίτι μας ὁμοιάζει μὲ σπίτι γύφτου) Οἰν. Γύφτικος χορὸς Ἤπ. Ἰσεῖς τ᾿ ἄλουγα τά ᾿χιτι σὰ γύφτικις γουμάρις (δηλ. σὰν γαιˬδοῦρες χωρὶς σαμάρι καὶ καπίστρι) Θεσσ. (Μεγαλόβρ.) || Φρ. Μιˬὰ γύφτ᾿κη σαλάτα (ἐπὶ τῶν ἐπαιρομένων διὰ πλουσίαν τινὰ δαπάνην) Θρᾴκ. (Αἶν.) Γύφτικο μνημόσυνο (ἐπὶ μεγάλης ἀκαταστασίας) Πελοπν. (Γορτυν. Τριφυλ.) Σὰν τ᾿ γύφτ᾿κου τσ᾿κά᾿ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Καστορ.) || Παροιμ. φρ. Χάνιτι σὰν γιˬούφτικου ἀλεύρ᾿ (ἐπὶ πραγμάτων ταχέως καταναλισκομένων) Μακεδ. (Πάγγ.) Χάνιτι σὰν dοὺ γύφτ᾿κου προυζύμ᾿ (εἰρωνικῶς, ἐπὶ πραγμάτων καὶ προσώπων τὰ ὁποῖα ἐξαφανίζονται χωρὶς νὰ γίνουν ἀντιληπτὰ, ὅπως τὸ ἀνύπαρκτον γύφτικο προζύμι, διότι οἱ γύφτοι ζυμώνουν χωρὶς προζύμι) Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Χάθηκε σὰν τὸ γύφτικο σακκοῦλι (ἐπὶ προσώπων ἀπείρων· ἐκ παροιμιομύθ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) || Παροιμ. Γύφτικο σπίτι καίγεται καὶ βιˬὸς σὺ λογαριˬάζεις (ἡ ζημιὰ τὴν ὁποίαν ὑφίσταται ὁ πτωχὸς ἐξ ἀτυχήματος εἶναι ἀσήμαντος, διότι ἡ περιουσία του εἶναι ἀναξία λόγου) Κέρκ. Γύφτικο σπίτι καύγεται (κ᾿ οἱ γύφτοι περιχαίρουνται (ὅτι τῶν ἐνδεῶν αἱ ζημίαι παρορῶνται) Κάρπ. Γύφτικου σπίτ᾿ καίιτι κὶ προυπουπὴ γυρεύ᾿ς; (ἐπὶ τῆς μεγάλης σημασίας τῶν ζημιὥν ἐπὶ τῶν ἀπόρων) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Γύφτικους γάμους γένιτι κὶ βιˬὸ δὲ λουγαριˬάζιτι (εἰρωνικῶς, ἐπὶ ἐνδεῶν σπαταλώντων ἐν εὐθυμίᾳ τὰ ὑπάρχοντα) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Παππάδικα κουρμπέτιˬα καὶ γύφτικα κιράσματα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. || ᾌσμ. Κάτου ᾿ς τὰ γιˬουφτουκάλυβα, ᾿ς τὰ γιˬούφτικα καλύβιˬα, ἰκεἰ ᾿ν᾿οὑ γιˬούφτους ἄρρουστους βαριˬὰ γιˬὰ νὰ πιθάνῃ Μακεδ. (Δαμασκην.) || Ποίημ. Λαλοῦν φλογέρες γύφτικες, ἀκούονται τραγούδιˬα καὶ βροντοφῶνα τύμπανα καὶ θόρυβος καὶ γέλιˬα Λ. Βαλαωρ., Ἔργ. 3, 83. 2) Ὁ κατασκευασθεὶς ὑπὸ γύφτου, ἤτοι σιδηρουργοῦ κοιν. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ) : Γύφτικος μύλος - ταμπουρᾶς - σουγιˬᾶς, γύφτικη πρόκα, γύφτικο καρφὶ - σκεπάρνι κοιν. Γιˬούφτ᾿κη ἀρίδα (= τρυπάνι) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Γύφτικη κατίνα (= μοχλὸς) Μῆλ. Γύφτ᾿᾿ κλειδουνιˬὰ Ἤπ. (Δωδών.) Γιˬούφτ᾿κη τσ᾿κούρα (μέγας πέλεκυς κατασκευασθεὶς ὑπὸ σιδηρουργοῦ) Θεσσ. (Βαθύρρ.) Γύφτ᾿κους κασμᾶς Ἤπ. (Δωδών.) Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιˬοῦ ἔκλεινε μὲ γύφτικη κλειδαριˬὰ Πελοπν. (Οἰν.) Γύφτικο λανάρι (εἰδικὸν κτένιον διευθετημένον κατὰ τρεῖς ἕως τέσσαρας σειράς, χρησιμοποιούμενον διὰ τὸν πρῶτον διαχωρισμὸν τοῦ ἐρίου) Πελοπν. (Πιάν.) || Φρ. Ἀπ᾿ τοὺ κρύου παίζουν τὰ δόντιˬα μ᾿ σὰν γιˬούφτικους ταμπουρᾶς (ὅστις εἶναι ἠχηρὸς) Μακεδ. || Παροιμ. φρ. Καμαρώνει σὰ γύφτικο σκεπάρνι (ἐπὶ τῶν παρ᾿ ἀξίαν ἐπαιρομένων) πολλαχ. 3) Ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ὁ ἔχων τὴν χροιὰν ἐπιδερμίδος γύφτου, ὁ μαυρειδερὸς κοιν.: Γύφτικα σταφύλιˬα Θρᾴκ. (Σαμακόβ.) Γύφτικα φασούλιˬα Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Βάναμαν ᾿ς τ᾿ς κήπ᾿ς γύφτ᾿κα φασούλιˬα Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Πβ. γυφτοφάσουλα, μαυρομάτικα 4) Μεταφ., ὁ εύτελὴς, ὁ μικροπρεπής, ὁ ἁρμόζων εἰς γύφτον κοιν.: Κάμνει γιˬούφτικα παζάριˬα Εὔβ. (Βρύσ.) Γιˬούφτικες δουλε͜ιὲς εἶν᾿ αὐτὲς Μακεδ. (Ἐλευθερ.) Εἶνι γιˬούφτικα πράματα (ἐπὶ τῶν μικροπρεπῶς συναλλασσομένων) Μακεδ. (Βέρ.) || Παροιμ. Γύφτικου ᾿νὶ ἀπού ᾿ν Τρίτ᾿ ὥς τ᾿ Τετράδ᾿ (τὰ εὐτελῆ πραγματα φθείρονται ταχέως) Ἤπ. Γυναίκε͜ιος γάμος, γύφτικο μνημόσυνο (γυναίκε͜ιος γάμος = ὁ τελούμενος εἰς τὴν οἰκίαν τῶν γονέων τῆς νύμφης, ὅπου συνήθως δὲν γίνονται διασκεδάσεις) Πελοπν. Β) Οὐσ. 1) Ἀρσ. ἑν., ὁ ΝΑ ἄνεμος, ὡς πνέων ἀπὸ τὴν διεύθυνσιν ποὺ εὑρίσκονται τὰ Γύφτικα, συνοικία τῶν Ἰωαννίνων Ἤπ. (Ἰωάνν.) β) Εἶδος κυκλίου χοροῦ, ὁ ὁποῖος χορεύεται ὑπ᾿ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν Μακεδ. (᾽Ρουμλ.) 2) Οὐδ. ἑνικ., τὸ ἐργαστήριον τοῦ γύφτου, τὸ σιδηρουργεῖον κοιν. καὶ Τσακων. : Ἐπῆγα ᾿ς τὸ γύφτικο κιˬ ἀτσάλωσα τὴν ἀξίνα μου Πελοπν. (Τριφυλ.) Τάσ᾿ ὸ γύφτικο ᾿ ὁρᾶκα (μέσα εἰς τὸ σιδηρουργεῖον τὸν εἶδα) Τσακων. || Παροιμ. Φρ. Σὰν ὁ πόdικας ᾿ς τὸ γύφτικο (ἐπὶ τῶν κακῶς συντηρουμένων) Πελοπν. (Μάν.) β) Λεπτὸν καὶ εὐτελὲς ὕφασμα Πόντ. (Ἰνέπ.) γ) Κόσκινον ἔχον λεπτὰς ὀπὰς Θρᾴκ. (Γέν.) 3) Οὐδ. πληθ., ἡ συνοικία τῶν γύφτων ἢ περιοχή, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκονται συγκεντρωμένα σιδηρουργεῖα κοιν.: Φρ. Κἄτι τρέχει ᾿ς τὰ γύφτικα (ἐπὶ ζητήματος ἀσημάντου) κοιν. β) Ἡ γλῶσσα τῶν Ἀθιγγάνων σύνηθ.: Κὶ γιˬούφτικα νὰ μάθ᾿ς καλὰ εἶνι Μακεδ. (Πάγγ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γύφτικη Πόρτα (πύλη φρουρίου) Ἀθῆν. (παλαιότ.) Γύφτικο Πελοπν. (Γύθ. Μάν. Οἰν.) Γύφτικο Ἁλώνι Πελοπν. (Τριφυλ.) Γύφτικο Ρέμα Πελοπν. (Τριφυλ.) Γύφτικα Ζάκ. (Καταστάρ.) Ἤπ. (Ἰωανν.) Θρᾷκ. (Ξάνθ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) Στερελλ. Γύφτ᾿κα Ἤπ. (Ἄγναντ.) Πάρ. Στερελλ. (Λαμ.) Γιˬούφτικα Μακεδ. (Χωριστ.) Γιˬούφτ᾿κα Μακεδ. (Ἐράτυρ. Σιάτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/