δαφνοστόλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνοστόλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαφνοστόλιστος ἐπίθ. Α. Προβελ., Διπλῆ ζωή, 87 Ι. Τυπάλδ., ᾨδὴ εἰς Πατρ. Γρηγόρ., 5.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δαφνοστολίζω.
Σημασιολογία
Δαφνοστολισμένος, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: Ποιήμ. Στὸ δαφνοστόλιστο ναὸ ὁ Πατριάρχης μπαίνει, μύριˬες ὁλότρεμες καρδιˬὲς χτυποῦν ὁλόγυρά του Ι. Τυπάλδ., ἔνθ᾿ ἀν. Ἑλλὰς ἀνάστα! δόξασε τὸν οὐρανοστολισμένο καὶ δέξου δαφνοστόλιστη τὸν δαφνοστολισμένο Α. Προβελ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA