ἀτυχεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτυχεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀτυχεύω Πελοπν (Μάν.) ἀτυχεύγω Κρήτ. (Κατσιδ.) Μετοχ. ἀτυχεμένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἑπιθ. ἄτυχος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Γίνομαι ἄτυχος, ἀτυχῶ, κακοτυχῶ ἕνθ’ ἀν.: Ἐτύχεψε ᾿ς τὸ γάμο τζη Κατσιδ. Ἐτύχεψε ἡ κακομοῖρα καὶ γιˬὰ ᾿κε͜ιονἁ δὲ dὴ καταδέχουdαι οἱ-- ἄλλες αὐτόθ. Δὲν ἔχει τύχη καθόλου αὐτός, καὶ ’ς τὸ γάμο του ἀτύχεψε καὶ ’ς ὅλα Μάν. 2) Μετοχ. ἀτυχεμένος = πονηρὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἀτυχεμένη ’τονε γιˬὰ νὰ πάρῃ τὸ βασιλόπουλλο (ἐπονηρεύετο νὰ πάρῃ κτλ Ἐκ παραμυθ.) Εἶναι δυσκολόπιαστες οἱ ἀτσίδες, ’ιˬατὶ εἶν᾽ ἀτυχεμένα ζωdόβολα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/