ἀτύχημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτύχημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀτύχημα τό, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀτύχημα.
Σημασιολογία
Ἀτυχὲς συμβάν, δυσάρεστον ἢ ἐπιζήμιον γεγονός, δυστύχημα : ’Σ τὸ ἀτύχημά μας αὐτὸς βρέθηκε (αὐτὸς μᾶς συνέδραμε ὁπωσδήποτε). Τὰ ἀτυχήματα μᾶς ἔρχονται τὸ ἕνα ὕστερα ἀπὸ τ᾽ ἄλλο. Εἶχε τὸ ἀτύχημα νὰ χάσῃ τὸν πατέρα του - τὸ παιδί του - τη γυναῖκα του κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA