ἀτυχία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτυχία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀτυχία ἡ, λογ κοιν. ἀτυχιὰ σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀτυχία. Ὁ τύπ. ἀτυχιˬὰ καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,468 (ἔκδ. RDawkins).
Σημασιολογία
1) Δυστυχία, κακοτυχία κοιν.: Ἀτυχία ἀπάνω ’ς τὴν ἀτυχία. Ὅλο ἀτυχίες τοῦ βρίσκονται ᾿ς τὴ δουλε͜ιά. Οἵ ἀτυχίες ποῦ τοῦ ἔτυχαν ’ς τὴ ζωή του δὲ λέγονται. Ἕνα σωρὸ ἀτυχίες μοῦ τύχανε τὸ φετινὸ τὸ χρόνο, ὅπου κιˬ ἂν ἐπῆγα παντοῦ ἀτυχία. Ὅλες οἱ ἀτυχίες γιὰ μένα. Ἀπὸ ἀτυχιˬὰ σὲ ἀτυχιˬὰ πέφτει 2) Ἀηδία, τάσις πρὸς ἔμετον, ναυτία Πελοπν. (Καλάβρυτ. Πάτρ.): Ἔχω ἀτυχία τρομερὴ (μοῦ ἔρχεται ἐμετός). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναγούλα (Ι) Α1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA