δαφνοφόρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνοφόρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαφνοφόρος ἐπίθ. Δ. Σολωμ., 125 – Λεξ. Βάιγ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δαφνοφορῶ. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀσπροφορῶ - ἀσπροφόρος.
Σημασιολογία
Ὁ φέρων δάφνην, ὁ στολισμένος μὲ δάφνην ἔνθ᾿ ἀν.: Ποίημ. Ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε. μέσα ᾿ς τὲς ἐκκλησιˬὲς τὲς δαφνοφόρες μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε Δ. Σολωμ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA