δαφνόφυλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαφνόφυλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαφνόφυλλο τό, δαφνόφυλλον Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) – Α. Τανάργ., Ἄγγελ. Ἐξολοθρ., 318 δαφνόφυλλο κοιν. δαφνόφ᾿λλου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δάφνη καὶ φύλλο. Ἡ λ. εἰς ἰατροσοφικὸν κώδ. τοῦ 15ου αἰ. Βλ. Κ. Ἄμαντ., Ἀθηνᾶ 43 (1931), 150 καὶ εἰς ἰατροσοφικὸν Μητροφάνους, 58.
Σημασιολογία
Τὸ φύλλον τῆς δάφνης ἔνθ᾿ ἀν.: «Βάφοντες ἀκόμη ζωηροτέραν μὲ τὸ αἷμα των τὴν πορφύραν της, προσθέτοντες ἕν ἀκόμη δαφνόφυλλον εἰς τὸν στέφανόν της» Α. Τανάγρ., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποιήμ. Στόλισα τὸ παλάτι μου ἀπὸ τὴ θύρα κάτου μὲ σκορπιστὰ δαφνόφυλλα καὶ μ᾿ ἄνθη καὶ μὲ γλάστρες Ι. Πολέμ., Βασιλ. ἀνήλιαγ. 77 Ἕνα ξερὸ δαφνόφυλλο τὴν ὥρα αὐτὴ θὰ πέσῃ, τὸ πρόσχημα τοῦ βίου σου, καὶ θ᾿ ἀπογυμνωθῇς. Κ. Καρυωτάκ., εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 150.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA