γυφτοκρίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυφτοκρίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυφτοκρίνω ἐνιαχ. γυφτοκρένω Πελοπν. (Γελίν. Κορινθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γύφτους καὶ τοῦ ρ. κρίνω.

Σημασιολογία

Ὁμιλῶ ὡς γύφτος, κατὰ τρόπον ἀγενῆ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/