αὐγαστῆρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐγαστῆρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αὐγαστῆρα ἡ, ἀμάρτ. αὐκαστοῦρα Κυπρ.

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. αὐγαστήρι, ὃ ἐκ τοῦ ρ. αὐγάζω.

Σημασιολογία

Τὸ δι’ οὗ καθιστῶμέν τι οἱονεὶ διαυγές, ἠθμός, ἡ τρυπητὴ κουτάλα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/