δαχτυλάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαχτυλάκι τό, κοιν. δαχτ᾿λα᾿ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. δαχ᾿λα᾿ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. δαχτυλάτι Κῶς Λέρ. Ρόδ. κ.ἀ. δαχτυλάτσι Κύνθ. Κῶς Μεγίστ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μάν.) Σχινοῦσ. κ.ἀ. δαχτ᾿λάτσι Σκῦρ. δαχτυουάκι Νάξ. (Κορων. Φιλότ.) δαχτυάκι Νάξ. (Κορων. Φιλότ.) ᾿αχτυλάτσι Κάρπ. Κάσ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ.τοῦ οὐσ. δάχτυλο.

Σημασιολογία

1) Τὸ μικρόν, τὸ λεπτὸν δάκτυλον κοιν.: Ἔχει κἄτι δαχτυλάκιˬα, σὰν τοῦ μικροῦ παιδιˬὰοῦ κοιν. Πιˬάσ᾿ το μὲ τὰ δαχτυλάκιˬα σου (θωπευτ.) β) Μεταφ., μέτρον μήκους ἢ ποσότητος πολλαχ.: Ἔπιˬα ἕνα δαχτυλάτσι κρασὶ καὶ μὲ πονεῖ τὸ κεφάλι μου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πιˬὲ ἔνα δαχτυλάτσι (ἐνν. κρασὶ) Κυνθ. Ἔβαλα ᾿ς τὸ καdήλι ἕνα δαχτυλάκι λάδι καὶ τὸ ἄναψα νὰ ἐρμοφέγγῃ λιγούλι Πελοπν. (Γαργαλ.) Βάλε μου ἕνα δαχτυλάκι κρασὶ Χίος (Βροντ.) Τὸ νίκησε τὸ θερίο ται τοῦ ᾿κοψε ἕνα δαχτυλάτσι (ἐκ παραμυθ.) Πελοπν. (Σέλιτσ.) Τ᾿ς ἔκουψι τοὺ μ᾿κρὸ δαχ᾿λά᾿, γέμουσι τοὺ μπουκαλά᾿ αἷμα, τοὺ πῆγι ᾿ς τοὺ βασιλιˬὰ (ἐκ παραμυθ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Τόσους καιρούς, ποὺ τρέχουν τὰ ποτάμιˬα ᾿ς τὴ θάλασσα, δὲν τὴν ψηλώσανε οὔτ᾿ ἕνα δαχτυλάκι Σ. Μελ., Κόκκιν. πουκάμ. 3, 6. 2) Ὁ μικρὸς ἀκραῖος δάκτυλος τῆς χειρός, ὁ ὠτίτης, καὶ τοῦ ποδὸς κοιν.: Ἔκοψα τὸ δαχτυλάκι τοῦ ἀριστεροῦ χεριˬοῦ μου καὶ τρέχει αἷμα. Ἔχω ἕναν κάλο ᾿ς τὸ δαχτυλάκι τοῦ δεξιˬοῦ ποδιˬοῦ μου καὶ μὲ τρελλαίνει κοιν. Ἤκοψένε τὸ δαχτυάκι νdου Νάξ (Κορων. Φιλότ.) Μὲ στενεύει τὸ παπούτσι ᾿ς τὸ δαχτυλάτσι Πελοπν. (Μάν.) Ἠχτύπ᾿σιν τοὺ μ᾿κρό του δαχτ᾿λά᾿ τ᾿ κὶ τοὺν πουνεῖ πουλὺ Τῆν. 3) Ὀλίγον, σύνηθ.: Βάνω τὸ δαχτυλάκι μου (ἀναμειγνύομαι κάπως εἴς τινα ὑπόθεσιν) σύνηθ. Δὲ bορεῖς, ἅμα δὲ βάλῃς καὶ σὺ τὸ δαχτυλάκι σου (ἂν δὲν ἀναμιχθῇς) Πελοπν. (Γαργαλ.) Φτάνει μόνο τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήση (ἐπὶ ἱκανοῦ καὶ ἐπιτηδείου, δυναμένου νὰ ἐπιτυγχάνῃ μεγάλα πράγματα διὰ μικρᾶς προσπαθείας) πολλαχ. Δὲ μοῦ ᾿ρχεται οὔτε ᾿ς τὸ δαχτυλάι μου (εἶναι πολὺ κατώτερός μου) Πελοπν. (Κορινθ.) ᾿Σ τοὺ δαχτ᾿λά᾿ μ᾿ δὲν τὴ βάζω (δὲν τὴν λογαριάζω καθόλου) Μακεδ. Παίρνουσιδ-δαχτυλάτσι (κατὰ τὴν παιδιὰν «ἁμάδες» οἱ νικητὲς σύρουν τὸ μικρὸν δάκτυλον τῶν ἡττηθέντων) Μεγίστ. || Παροιμ. Δὲ μπορῶ, παππᾶ, νὰ ψάλω, μοῦ πονεῖ τὸ δαχτυλάτσι μου (ἐπὶ τοῦ προφασιζομένου ἀδυναμίαν δι᾿ ἐκτέλεσιν ἐργασίας ἔνευ σοβαρᾶς αἰτίας) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) || ᾌσμ. Κάναν τὰ φρύδιˬα της δετά, | τὰ μάτιˬα της ζωγραφιστά, τὰ δύο δαχτυλάκιˬα της | γραμματικοῦ κονdύλιˬα Προπ. (Μαρμαρ.) Καὶ μὲ τὸ δαχτυλάκι μου δὲ σοῦ ᾿gιξα ποτέ μου· καὶ πῶς ἐγαπηθήκαμε, Μεγαλοδύναμέ μου! Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/