αὐγερινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐγερινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐγερινὸς ἐπίθ. κοιν. αὐγερινὲ Τσακων. αὐγιρινὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) αὐγιρ’νὸς βόρ. ἰδιώμ. ἐρινὸς Ἰκαρ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. αὐγερινός.
Σημασιολογία
1)Ὁ λαμβάνων ὑπόστασιν περὶ τὴν αὐγήν, ὁ τῆς αὐγῆς, ἑωθινὸς Μεγίστ. Πελοπν. (Μαζαίικ.)-ΔΣολομ. 121 ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 9: Παροιμ. Σημερινὸς τσαὶ αὐγερινὸς (ἐπὶ τῶν ὀλίγον χρόνον διαρκούντων, δηλ. μόνον τῆς αὐγῆς) Μεγίστ. || Ποιήμ. Νὰ ποῦ δροσόβολη | αὔρα ξυπνάει | καὶ ψιθυρίζοντας μοσχοβολάει | ἀπὸ τὰ ἀρώματα | τὰ αὐγερινὰ ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. Νά λέν τραγούδιˬα αὐγερινὰ οἱ ποθοκερασμένες ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. αὐγινὸς 1, *αὐγισινός. 2)Οὐσ. κατὰ παράλειψιν τοῦ προσδιοριζομένου οὐσ. ἀστήρ, ὁ πλανήτης Ἀφροδίτη, ὡς ἄστρον τῆς αὐγῆς, ὅταν λάμπῃ κατὰ τὸν ἀνατολικὸν ὁρίζοντα ὥρας τινὰς πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀποσπερίτης κοιν.: Βγῆκε-πρόβαλε-φάνηκε ὁ αὐγερινὸς κοιν. || Φρ. Αὐγιρ’νὸς κὶ ’λιτρουπόδ’ (ἀπάντησις πρὸς τὸν διηγούμενον ἀπίστευτα) Μακεδ. || ᾌσμ. Ὅσο νὰ σκάσῃ αὐγερινὸς νὰ πάῃ ἡ πούλε͜ια γιˬόμα πολλαχ. Βάλλει τὸν ἥλιˬο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στήθη καὶ τὸν καθάρε͜ιο αὐγερινὸ χρυσὸ δαχτυλιδάκι Κάρπ. Δὲ θέλω ἐγὼ τὰ μῆλα σου τὰ κλοτσοπατημένα μόν’ θέλω τὰ ματάκιˬα σου, τοὺς δυˬὸ αὐγερινούς σου Ἤπ. (Τσουμέρκ.) Νά ’ναι τὰ δυˬὸ ματάκιˬα της αὐγερινὸς καὶ πούλε͜ια Πελοπν. Ὁ ἣλιˬος δίνει ἐμορφιˬὰ κιˬ αὐγερινὸς τὴ χάρι, τὸ φεγγαράκι ἔδωκε ὅλο του τὸ καμάρι Τῆλ. Κοιμᾶται ὁ αὐγερινὸς καὶ ὁ ἀποσπερίτης ποῦ ’ρταν κ’ ἐβασιλέψασιν μέσ’ ’ς τὸ δικό μου σπίτι Ρόδ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Ἀθῆν., ὡς ἐπών. πολλαχ. καὶ ὡς κύριον ὄν. Πόντ. (Κερασ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστρομερίτης, ἔτι δὲ συνών. ἄστρο τῆς αὐγῆς, ἄστρο τῆς ἡμέρας, ἄστρο αὐγινό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA