δαχτυλάρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλάρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δαχτυλάρης ὁ, Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάχτυλο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – άρης, διὰ τὴν ὁπ. βλ. – άρις.

Σημασιολογία

Ὁ ἀρεσκόμενος εἰς τὸ νὰ τρώγῃ ἢ νὰ διανέμῃ δάχτυλα, εἰδικῶς παρασκευαζόμενα ἀρτίδια ἐξ ἀλεύρου σιτίνου καὶ σησάμου, τὰ ὁποῖα διανέμονται εἰς τὴν ἐκκλησίαν ἀντὶ κολλύβων κατὰ τὴν Μεγ. Ἑβδομάδα καὶ τὴν Διακαινήσιμον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/