αὐγὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐγὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αὐγὴ ἡ, κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) αὐκὴ Κύπρ. αὐχὴ Μεγίστ. αὐgὴ Κάρπ. (Ἔλυμπ.) αὐζὴ Κάλυμν. ἀδγὴ Τῆλ. ’βγὴ Καππ. εὐὴ Καππ. (Σινασσ. Φάρασ.) εὔη Καππ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. αὐγή.
Σημασιολογία
1)Τὸ μεταξὺ τοῦ τελευταίου μέρους τῆς νυκτὸς καὶ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου διάστημα, ὁ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου χρόνος κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ. Φάρασ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Δουλεύει ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὣς τὸ βράδυ. Σηκώθηκα τὴν αὐγή. Σὲ περιμένω τὴν αὐγὴ ἢ ἀπὸ τὴν αὐγή. Ἀπὸ τὴν αὐγὴ εἶμαι ’ς τὸ πόδι κοιν. Ἐσ’κῶθα μὲ τὴν αὐγὴ Ὄφ. Τὰς αὐγὰς νὰ ’ρτῃς Ἰκαρ. Θὰ ξυπνήσω τοὶς αὐγὲς αὐτόθ. Νὰ σηκωθῇς τσοὶ αὐγές, μέσ’ ’ς τὰ χαλάσματα τῆς νύχτας Νάξ. Ἐτρῶαν κ’ ἔπιναν ὣς τοὶς αὐγὲς Σύμ. Μέσα ’ς τοὶς αὐγὲς τοὶς βαθε͜ιὲς Σίφν. Τ’ς αὐγὲς ἀπάνου (κατὰ τὴν αὐγὴν) Λέσβ. Τὲς αὐγὲς γεννᾷ ἕν’ ἀγωράκι παράμορφο (ἐκ παραμυθ.) Κῶς. || Φρ. Ἄστρο τῆς αὐγῆς (ὁ αὐγερινός, ὁ ἑωσφόρος, συνών. αὐγερινὸς 2) πολλαχ. Τῆς αὐγῆς τὸ τραγούδι (εἶδος μελῳδίας ᾀδομένης τὰς πρωινὰς ὥρας, συνών. αὐγικὸ 3) Κάσ. Πήρανε οἱ αὐγὲς (διὰ πᾶσαν μετὰ τὸ μεσονύκτιον ὥραν πρὶν χαράξῃ) Εὔβ. (Κάρυστ.) Βαθε͜ιὰ αὐγὴ (αἱ πρῶται μετὰ τὸ μεσονύκτιον ὧραι, ὄρθρος βαθὺς) Κάρπ. Κρήτ. Κύθν. Μέγαρ. Μεγίστ. Νάξ. Σκῦρ. Βαθέα αὐγὴ Μέγαρ. Βαθε͜ιὲς αὐγὲς Νάξ. Βαρετὴ αὐκὴ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κύπρ. || Παροιμ. Βοηˬθάει με ἡ νύχτα κ’ ἡ αὐγὴ | σὰ νὰ ἦταν μάννα κιˬ ἀδερφὴ (ὅτι ἡ νυκτερινὴ ἐργασία ἀφ’ ἑσπέρας καὶ τὴν πρωίαν αὐξάνει τὸ ἔργον) Πελοπν. (Κορών.) Βοηˬθᾷ σε ἡ νύχτα κ’ ἡ αὐγὴ | καὶ φαίνεσαι καματερὴ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἀθῆν. Ποῦ δὲ γελάσῃ τὴν αὐγή, οὐδ’ ὅλη τὴν ἡμέρα (συνών. ἡ καλὴ μέρα ἀπὸ τὸ πρωὶ φαίνεται) Αἴγιν. || ᾌσμ. Ψηλῆς ἀρχόντισσας παιδί, βαθε͜ιᾶς αὐγῆς ἀηˬδόνι, ὅλος ὁ κόσμος σὲ θωρεῖ καὶ σὲ ’ποκαμαρώνει Κρήτ. Κ’ ἐκεῖ πρὸς τσοὶ βαθε͜ιὲς αὐγές, δυˬὸ ὧρες νὰ ξημερώσῃ, ’ρχίσεν ἡ κόρη κ’ ἤκλαιε καὶ βαρεˬαναστενάζει Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μιˬὰ νύχτα ’τον παράνυχτα, ἦτον κιˬ αὐζὴ σκοτούι καὶ σιανόβρεεν ὁ Θεˬὸς κιˬ ὁ Γιˬάν-νης ἠτραούει Κάλυμν. Κανάτα πίνει τὴν αὐγή, μπότσα τὸ μεσημέρι καὶ τὸ ἡλιˬοβασίλεμα στραγγάει τὸ βαγένι Πελοπν. || Καὶ μεταφ. ἐπὶ παντὸς προσώπου ἀγαπημένου Ἰων. (Ἐρυθρ.): ᾎσμ. Κοιμήσ’, ἀστρί, κοιμήσ’, αὐγή, κοιμήσου, νεˬὸ φεγγάρι, κοιμήσου, χαδεμένο μου, ποῦ δὲ σοῦ λείπει χάρι. Συνών. ἀνατολὴ 1β, ἀναχάρασμα 2, χάραμα, χαραυγή. β)Ἐπιρρηματ., κατὰ τὴν αὐγὴν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Σηκώθηκα αὐγή. Ξυπνῶ αὐγὴ αὐγὴ (λίαν πρωὶ) σύνηθ. Αὐγὴν αὐγὴν ἐσηκώθη Οἰν. Σηκώθηκα βαθέα αὐγὴ (λίαν πρωὶ) Μέγαρ. || ᾎσμ. Βαθε͜ιὰν αὐγὴν σηκώνεται, | σπουδακτικὰ μισ-σεύγει Κάρπ. Συνών. αὐγίτσα 2. 2)Ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῆ γλώσσῃ, ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου Θήρ.: Ἠσημπάναν οἱ αὐγὲς (ἠσημπάναν=ἐσήμαναν). Συνών. αὐγικὸ 1, αὐγινὸς 3. 3)Ἡ ἐπιοῦσα αὐγή, ἡ προσεχὴς πρωία, ἡ αὔριον πολλαχ.: Θὰ φύγω τὴν αὐγὴ Πελοπν. Τὴν αὐγὴ ὣς τοὶς δέκα ἡ ὥρα θά ’ρθω Πελοπν. (Χατζ.) Νὰ μὴ σ’ εὕρῃ ἡ αὐγή, δαιμόνιο! (ἀρὰ) Πελοπν. (Οἰν.) Νὰ μὴ μ’ εὕρῃ ἡ αὐγή! (ὅρκος) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) || Φρ. Τὴν αὐγὴ (αὔριον) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Τὴν εὔη Καππ. || Ποίημ. Βαρέν’ ἡ ἀρρώστιˬα ἀποβραδὺς καὶ τὴν αὐγὴ ἐλαφρώνει. ΙΠολέμ. Παλ. βιολ.3 126. β)Συνεκδ. ἡ ἡμέρα ΔΣολωμ. 15: Ποίημ. Ἦταν τόσοι! πλέον τὸ βόλι | εἰς τ’ ἀφτιˬὰ δὲν τοὺς λαλεῖ, ὅλοι χάμου ἐκείτοντ’ ὅλοι | εἰς τὴν τέταρτην αὐγὴ (μέχρι τῆς τετάρτης ἡμέρας). Διὰ τὴν σημ. πβ. Ὁμ. Φ 155 «ἥδε δέ μοι νῦν | ἠὼς ἑνδεκάτη, ὅτ’ ἐς Ἴλιον εἰλήλουθα» καὶ Νικάνδρ. Θηραϊκ. 275 «ἐννέα αὐγὰς ἠελίου».4)Ὁ ἀπὸ τῆς πρωίας μέχρι τῆς μεσημβρίας χρόνος Ζάκ. Ἡ σημ. καὶ παρ’ Ἡσυχ. «ἠὼς ... ὁ ἀπὸ ἀνατολῆς μέχρι μεσημβρίας χρόνος». 5)Ἡ ἀνατολὴ ὡς σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος Κρήτ.: Κοιτάζει ’ς τὴν αὐγὴ (εἶναι ἐστραμμένος πρὸς ἀνατολάς).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA