γυφτομάγαζο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυφτομάγαζο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυφτομάγαζο τό, Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Κοντογόν. Μαργέλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γύφτος καὶ μαγαζὶ.
Σημασιολογία
Μικρὸν καὶ ἀσήμαντον ἐμπορικὸν κατάστημα, προχείρως κατασκευασθὲν ἔνθ᾿ ἀν. : Δὲν ἔκανα καὶ κανένα μεγάλο μαγαζί, ἕνα γυφτομάγαζο ἔκανα μὲ ξύλα καὶ μέ μουσαμᾶδες Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἄιντε, ρέ, καὶ τὸ καταντήσατε γυφτομάγαζο ᾿φτοῦ μέσα Πελοπν. (Βερεστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA