δαχτυλᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαχτυλᾶτος ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.) Κύνθ. Κύπρ. – Λεξ. Πρω. Δημητρ. Οὐδ. δαχτυλᾶτο Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάχτυλο, διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. – ᾶτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ἐξοχὰς ἐν εἴδει δακτύλων κυρίως ἐπὶ χειροκτίων Κύνθ. Ναξ. (Ἀπύρανθ.) – Λεξ. Πρω. Δημητρ. 2) Ἐπὶ ὑφασμάτων, τὸ ἔχον ραβδώσεις, τὸ ριγωτὸν Ἰων. (Κρήν.): Δαχτυλᾶτο ροῦχου. Συνών. ριγωτός. 3) Ἐπὶ γυναικός, ἡ ἔχουσα λείους δακτύλους Κύπρ.: ᾎσμ. Ἄσπρη μου χιˬόνα τοῦ χιονιˬοῦ κιˬ ᾿ἄσπρη μου δαχτυλάτη, οὕλον τὸν νοῦμ ἠπῆρες τον καὶ τὴ ψυχήμ μουν νά την. Διὰ τὴν σημ. πβ. ἀσπροδαχτυλάτη. 4) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., εἶδος σταφυλῆς Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA