αὐγικὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐγικὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

αὐγικὸ τό, Κρήτ. (Χαν. κ.ἀ.) Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. αὐγικὸς<αὐγή.

Σημασιολογία

1)Ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου Κρήτ. Σίφν κ.ἀ.: Εἶναι θρήσκα καὶ δὲν ἀφίνει αὐγικὸ γιˬ’ αὐγικὸ ποῦ νὰ μὴ bηγαίνῃ Κρήτ. Πάμε ’ς τ’ αὐγικὸ νὰ διˬαβάσω τὸν ἑξάψαλμο Σίφν. Συνών. αὐγὴ 2, αὐγινὸς 3. 2)Πληθ., ἡ ἑσπερινὴ ἀκολουθία τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος Κρήτ. Συνών. νυμφεῖος. 3)Εἶδος μελῳδίας ᾀδομένης τὰς πρωινὰς ὥρας Σίφν. Συνών. τραγούδι τῆς αὐγῆς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/