αὐγινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐγινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
αὐγινὸς ἐπιθ. πολλαχ. ’βγινὸ Ἀπουλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. αὐγὴ καὶ τῆς καταλ. -ινός.
Σημασιολογία
1)Ὁ τῆς αὐγῆς, ὁ τῆς πρωίας καθόλου, πρωινὸς πολλαχ: Περίπατος αὐγινός. Δροσιˬὰ- ψύχρα αὐγινή. Λουλούδι αὐγινό. Ὧρες αὐγινὲς πολλαχ. Αὐγινὴ προσευχὴ (ἡ πρωινὴ ἀκολουθία τῆς ἐκκλησίας) Σίφν. Αὐγινὴ στάλα δροσάτη ΓΜαρκορ. Μικρὰ ταξίδ. 109. Αὐγινὰ στοιχε͜ιὰ ΑΚαρκαβίτσ. Ζητιάν. 119 || Φρ. Τ’ ἄστρο τ’ αὐγινὸ (ὁ ἑωσφόρος, συνών. αὐγερινὸς 2) Νάξ. Αὐγινὸς αὐγινὸς μᾶς ἦρτες (λίαν πρωὶ ἦλθες) Ἀθῆν. || Παροιμ. ᾿Εγὼ εἶμαι σημερινὸς τ’ αὐγινὸς (εἶμαι προσωρινός, ἐπὶ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ ἀπομακρυνθῇ ἢ ὁπωσδήποτε νὰ ἐκλείψῃ) Κύπρ. || Ποιήμ. Κιˬ ἀναφρουμάζουν τ’ ἄλογα καὶ χλιμιντροῦν καὶ διˬώχνουν τὴ σιγαλιˬὰ τὴν αὐγινὴ π’ ἀναγαλλιˬάζει ὁ κόσμος ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 8. Οὔτε τ’ ἀπόσπερ’να ἀηˬδονάκιˬα | οὔτε καὶ τ’ αὐγινὰ πουλλιˬὰ ΣΣκίπη Σερεν. λουλουδ. 24. Συνών. αὐγερινὸς 1, *αὐγισινός. 2)Θηλ. καὶ οὐδ. οὐσ., ἡ αὐγή, ἡ πρωία πολλαχ. καὶ Ἀπουλ.: Ξημέρωναν αὐγινὲς ποῦ ὁ ἥλιˬος δὲν ἔβγαινε ἀπὸ τὴ θάλασσα ΓΞενοπ. Ἀναδυομέν. 159. || ᾎσμ. Πρική, πρικὴ καμπάνα σημαίνει τὸ ’βγινό, πρικὴ τὴ μεσημέρα, πρικὴ τὸ ’σπερινὸ (πρικὴ=θλιβερή, μελαγχολικὴ) Ἀπουλ. || Ποιήμ. Αὐτοῦ περνῶ σπαράζοντας κάθε αὐγινὴ καὶ δείλι καὶ καίω τὴν κάθε ἐλπίδα μου σὰν ἔρημο καντήλι ΣΣκίπη Ἁγ. Βαρβάρ. 98. Καὶ τ’ αὐγινὸ σὰ λε͜ιώνουν τὰ σκοτάδιˬα τὸ λυτρωμό σου πεˬὰ θὰ διˬαλαλῇ ΜΤσιριμώκ. Δεκάστ. 39. 3)Οὐδ. οὐσ., εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν γλῶσσαν ἡ ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Συνών. αὐγὴ 2, αὐγικὸ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA