αὐγισινὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐγισινὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αὐγισινὸς ἐπίθ. αὐγεσινὸς Πελοπν. (Βρέσθ. Μαζαίικ. Οἰν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *αὔγισι καὶ τῆς καταλ. -ινός.

Σημασιολογία

Αὐγινὸς 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Γάλα αὐγεσινὸ (τὸ ἀμελγόμενον τὴν πρωίαν) Μαζαίικ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/