δαχτυληθρόπουλον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυληθρόπουλον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαχτυληθρόπουλον τό, ἀμάρτ. δαχτυληθρόπον Πόντ. δαχτυλητρόπον Πόντ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. δακτυλήθρα διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. – πουλον>- πλον>- πον, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Ἄνδ. Παπαδόπ., Ἀθηνᾶ 47 (1937), 77.

Σημασιολογία

Δαχτυληθρίτσα, τὸ ὁπ. βλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/