αὐγίτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐγίτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

αὐγίτης ὁ, Μακεδ. (Κολινδρ.) αὐγίτες Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) αὐγίτας Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. αὐγὴ καὶ τῆς καταλ. -ίτης.

Σημασιολογία

1)Τὸ ἄστρον τῆς αὐγῆς, ὁ ἑωσφόρος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Αὐγίτες ἐξῆβεν-ἐφάνθεν Τραπ. Τὸ λίβ’ ἐκέπασεν τὸν αὐγίτεν (τὸ σύννεφο ἐκάλυψε τὸν ἑωσφόρον) Χαλδ. || Ἄσμ. Ὁ πρόσωπο σ’ ἥλεν ὁμζ’, τ’ ὀμμάτ σ’ τὸν αὐγίτεν Σταυρ. Ἐσὺ ὁμεις τὸν ἥλιον, τ’ ὀμμάτ σ’ τὸν αὐγίτεν, ἔκαψες καὶ-ν-ἐμάντσες με, νὰ μὴ πάς ’ς σὸ Σταυρίτεν (Σταυρίτες=Σεπτέμβριος) Κρώμν. Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. κύριον Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀστρομερίτης. 2)Μεταφ. ὁ τὴν αὐγὴν ἐγειρόμενος Πόντ. (Οἰν.) 3)Εἶδος μύκητος Μακεδ. (Κολινδρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/