αὐγοσήκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐγοσήκωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

αὐγοσήκωτος ἐπίθ. Ἰων. (Κρήν.) Κύθν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. αὐγὴ καὶ τοῦ ἐπιθ. σηκωτὸς<σηκώνω.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἐγειρόμενος, ὁ ἀφυπνιζόμενος λίαν πρωὶ Κύθν. Συνών. αὐγοσηκωμένος (ἰδ. αὐγοσηκώνω). 2)Ὁ ἀπὸ πρωίας ἀναλαμβάνων τὴν ἐργασίαν του, φιλόπονος, ἄοκνος Ἰων. (Κρήν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/