δαχτυλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαχτυλιˬάζω Πελοπν. (Γορτυν. Δίβρ. Καλάβρυτ.) δαχτ᾿λιˬάζου Μακεδ. (Θεσσαλον. Καστορ.) δαχτυλζω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Νικόπ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάχτυλο.

Σημασιολογία

1) Ψαύω διὰ τοῦ δακτύλου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Πόντ. (Ἀμισ.) 2) Δοκιμάζω διὰ τοῦ δακτύλου τὰς ὄρνιθας, διὰ νὰ διαπιστώσω ἂν ἔχουν ᾠὸν Μακεδ. (Θεσσαλον. Καστορ.): Δαχτ᾿λιˬάζου τ᾿ς ὄρν᾿θις. Συνώμ. ἀβγολογῶ, μαραφουλῶ. 3) Ἁπτόμενος πράγματός τινος ἀφίνω ἐπ᾿ αὐτοῦ τὰ ἀποτυπώματα τῶν δακτύλων μου Πελοπν. (Διβρ.): Τό ᾿πιˬασε μὲ τὰ βρωμόχερά του τὸ χαρτὶ καὶ τὸ δαχτύλιˬασε. 4) Δοκιμάζω ἔδεσμά τι λαμβάνων διὰ τοῦ ἄκρου τοῦ δακτύλου μικρὰν ποσότητα Πόντ. (Κερασ. Νικόπ. Σάντ. Τράπ. Χαλδ.): Δαχτυλζω τὸ βούτυρον – τὸ μέλιν – τὸ ᾿ξύγαλαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/