δαχτυλίδισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλίδισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαχτυλίδισμα τό, Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. δαχτυλιδίζω
Σημασιολογία
Ὁ ἀρραβών, ἡ μνηστεία. Συνών. ἀρραβωνάδιˬα, ἀρραβῶνας 3, ἀρραβωνιˬὰ 1, ἀρραβώνιˬαση (βλ. εἰς ἀρραβώνιˬασι), ἀρραβώνιˬασμα, σύβασμα, χαρίτωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA