δαχτυλίδωση
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαχτυλίδωση
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
δαχτυλίδωση ἡ, Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δαχτυλιδώνω.
Σημασιολογία
Δαχτυλίδωμα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾿ ἀν.: ᾿Σ τὴ δαχτυλίδωση δὲ θὰ κάμουνε γλέdι, παρά ᾿ς τὴ στεφανώση, ἁποὺ θάν᾿ εἶναι περασμένα τὰ χρόνιˬα τ᾿ ἀφέdη τση (τὰ χρόνια= τὸ ἐτήσιον μνημόσυνον, τ᾿ ἀφέdη τση= τοῦ πατέρα της) Κίσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA