δαχτυλιδωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλιδωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαχτυλιδωτὸς ἐπίθ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) – Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ., 411 Δημητρ. βαχτυλιωτὸς Κάρπ. Κάσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δαχτυλιδώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων σχῆμα δακτυλιδίου, ὁ δακτυλιοειδὴς Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) – Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ.: ᾌσμ. Ἀνάθεμα μ᾿, ἂν εἶδα ᾿γω κορμὶ σὰν τὸ κορμί σου καὶ μέση δαχτυλιδωτὴ ὡσὰν τὴν ἐδική σου Κρήτ. Μάθιˬα καὶ φρύδιˬα τορνευτὰ καὶ μύτη κοdυλένιˬα, στόμα μου δαχτυλιδωτὸ καὶ γλῶσσα ζαχαρένιˬα Ἀπύρανθ. Ὀμορφοκαωμένο μου, βεργὶ μελιτωμένο τσαὶ μέση βαχτυλιωτή, τὸν νοῦμ᾿ μοῦ ᾿χεις παρμένο Κάρπ. 2) Ὡς οὐσ., ὁ μνηστήρ καὶ θηλ., ἡ μνηστὴ Κρήτ. – Λεξ. Βλαστ., 141.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/