αὐθαδιάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐθαδιάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

αὐθαδιάζω λόγ. κοιν. αὐθαδιˬάζω σύνηθ. αὐταδιˬάζω Κύπρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. αὐθαδιάζω.

Σημασιολογία

1)Ὁμιλῶ προπετῶς, ἀσεβῶς κοιν.: Πῆρε ἀπάνω του λίγο καὶ αὐθαδιάζει. Κἀνένα δὲ σέβεται, ’ς ὅλους αὐθαδιάζει κοιν. || ᾎσμ. Ἐχάρισά σου τὴ ζωήν, μὰ ’θελες ν’ αὐταδιˬάσῃς, σήμερα ὅμως γνώρισε πῶς τὴ ζωὴν θὰ χάσῃς Κύπρ. 2)Προχωρῶ ἀφόβως ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 11 καὶ 44 καὶ 45.: Οἱ Φοίνικες κιˬ ἄλλοι πανάρχαιοι λαοὶ αὐθαδιˬάζανε ’ς ἄγνωστες θαλασσινὲς στράτες ποῦ δὲν ὑποψιˬαζόταν ὁ ἄλλος κόσμος 11. Κατηφορίζουνε [οἱ μουροῦνες] ὣς τὴ Μπρεττάνια ... ἀλλὰ δὲν αὐθαδιˬάζουνε πεˬὸ κάτω 44. Οἱ ψαρᾶδες... αὐθαδιˬάζανε πολὺ μέσα ’ς τὸν ὠκεανὸ καὶ σιμώνανε ’ς τὴ Νέα Γῆ 45.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/