γλυκοπλένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοπλένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοπλένω ἀμάρτ. γλυκοπλύνω Ε. Στρατουδ., Κρητικ. ’Εμπνεύσ., 23.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. πλένω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ πλύνω.

Σημασιολογία

Μεταφ., πλύνω τι κατὰ τρόπον ἁπαλόν, ἤπιον, οἱονεὶ προκαλοῦντα αἴσθημα ἡδονὴς, γλυκύτητος: Ποίημ. Γύρω του φυτρῶσαν κρίνοι | καὶ δαφνοῦλες καὶ μυρτιὲς κ’ ἡ δροσούλα γλυκοπλύνει | τὶς βαρε͜ιὲς λαβωματιˬές.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/