αὐθαδοσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐθαδοσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αὐθαδοσύνη ἡ, ἀμάρτ. αὐταδοσύνη Ἄνδρ. (Κόρθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. αὐθάδης.
Σημασιολογία
Αὐθάδεια 1, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA