γλυκοπόθητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοπόθητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλυκοπόθητος ἐπίθ. Μεγίστ. -Γ. Βλαχογιάνν., Λόγ. καὶ ἀντίλ., 76 γλυκοποθητὸς Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Νίσυρ. -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ ἐπίθ. γλυκοπόθητος. Βλ. ’Ερωτοπαίγν., 44 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «ὡς διὰ τὴν γλυκοπόθητον, την κόρην την κουρτέσαν». Ὁ τύπ. γλυκοπόθητη καὶ εἰς Ριμ. κόρης καὶ νέου, στ. 69 (ἔκδ. É Legrand, B.G.V., 2.53) «λοιπὸν γιὰ γλυκοποθητήν σ’ ἔχω καὶ γιὰ κυρά μου».
Σημασιολογία
Ὁ οἱονεὶ γλυκέως ποθητὸς, ὁ ἀγαπητός, προσφιλής, περιπόθητος ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ξέρουνε μέσ’ ’ς τὰ μεθύσια τους τὰ ἐρωτικά, μήτε ἂν ὑπάρχῃ ἄλλο μεθύσι ἀπ᾿ τὰ δικά τους, ἄλλος πόνος γλυκοπόθητος Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ’ ἀν. || ᾌσμ. Ἀφήσ’τε με νὰ κατεβῶ, αφήσ’τε με νὰ τρέξω, τ’ ἄλεβον ἐχλιμίντρησεν τοῦ γλυκοποθητοῦ μου (ἄλεβον=ἄλογον) Νίσυρ.’Οψὲς ἤμου ᾽ς τῆς μάννας μου, προψὲς εἰς τοῦ κυροῦ μου, σήμερον ἀπονύχατα ᾽ς τῆς γλυκοποθητῆς μου Κάρπ. (Ἔλυμπ.)Ἄχου, μαννούλα μου γλυκε͜ιὰ καὶ γλυκοποθητή μου, δὲν τὸ ξεδιˬάλυνες καλὰ τό ᾽ρημο τ’ ὄνειρό μου Κάρπ.Μαθ-θαίνεις τον καὶ τῆς στεριᾶς ὡσὰν καὶ τοῦ πελάου ξεχάνεις καὶ τῆς λυερῆς τῆς γλυκοποθητῆς σου αὐτόθ.Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Ριμ. κόρης καὶ νέου, ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA