δαχτυλόνυχα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλόνυχα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαχτυλόνυχα τά, Ἤπ. (Κόνιτσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δάχτυλο καὶ νύχι.

Σημασιολογία

Ἡ λ. εἰς αἰνίγμ., δάκτυλα καὶ ὄνυχες ὁμοῦ: Αἴνιγμ. Ζῷο πεντακέφαλο, τεσσαροπνοΐτικο, χειροπόδαρ᾿ εἴκοσι, δαχτυλόνυχ᾿ ἑκατὸ (ὁ νεκρὸς μεταφερόμενος εἰς τὸν τάφον ὑπὸ τεσσάρων νεκροθαπτῶν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/