δαχτυλοπονῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλοπονῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαχτυλοπονῶ Ρόδ. ᾿αχτυλοπονῶ Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δάχτυλο καὶ τοῦ ρ. πονῶ.

Σημασιολογία

Αἰσθάνομαι πόνον εἰς τὰ δάκτυλα ἔνθ᾿ ἀν.: ᾌσμ. Καὶ πάλε νἄρτῃ νὰ μοῦ πῇ | τὸ τίς ἀποσπερίζει ἐκεῖ, τὸ τίς κρατεῖ τὸ χέριν dης, | μὴ σφίξῃ τὸ δαχτύλιν dης καὶ δαχτυλοπονέσῃ το Ρόδ. Βαριˬά, βαριˬὰ νὰ κοιμηθῇς καὶ ν᾿ ἀλαφροξυπνήσῃς, μὴ ξωρριχτῇ τὸ χέρισ σου τὸ κοντυλοσυρμένο, νὰ κρυάνῃ, ν᾿ ἀπομαργωθῇ καὶ ᾿αχτυλοπονέσῃ Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/