γλυκοποτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοποτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοποτίζω ’Ιων. (Σμύρν.) Κορσ. Κρήτ. Μεγίστ. -Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 75 -Λεξ. Δημητρ. γλυκοποτίζ-ζου Εὔβ. (Κουρούν.) γλυκουπουτίζου Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

’Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ποτίζω.

Σημασιολογία

1) Ποτίζω μετ᾿ ἄκρας ἐπιμελείας, κατὰ τρόπον οἱονεὶ γλυκύν, ἁπαλὸν Εὔβ. (Στρόπον.) ’Ιων. (Σμύρν.) Κορσ. Κρήτ. Μεγίστ. -Κ. Χρηστομ., ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Δημητρ.: Γλυκοποτίζει ἡ κοπελούδα κάθε αὐγὴ τὰ λουλούδιˬα της Λεξ. Δημητρ. Ἡ γλάρα γλυκουπουτίζ’ (γλάρα=βροχὴ ἠπία) Στρόπον || ᾌσμ. Σ᾿ ἐΰτη δὰ τὴ γειτονιˬὰν ἔχω τσ᾿ ἐβὼ τσ’ ὁρίζω τρεῖς γάστρες μὲ βασιλικὰ τσαὶ τὶς γλυκοποτίζω Μεγίστ. Μοσκοκαρφιˬά μου δυˬὸ λογιˬῶ καὶ διˬόλα μου τεσσάρω, ἄλλος σὲ γλυκοπότιζε κ’ ἐγὼ θὲ νὰ σὲ πάρω (διόλα=βιολέτα) Σμύρν. ’Σ τσῆ Σ᾿τείας τὰ περίχωρα ἔχω κ’ ἐγὼ καὶ ᾽ρίζω μιˬὰ φουdωμένη λεμονιˬὰ καὶ τὴ γλυκοποτὶζω Κρητ. β) Μεταφ., ἐμποτίζω Κ. Χρηστομ., ἔνθ᾽ ἀν.: Γλυκοποτισμένες εἶν᾿ οἱ χορδές σας μὲ τῆς ζωῆς τήν ὄμορφη θλίψη. 2) Ζυμώνω την ζύμην διὰ τὸν ἄρτον προσθέτων ἐλαχίστην ποσότητα ὕδατος Εὔβ. (Κουρούν.): Ἄ dὸ γλυκοποτίσου λιγάτι ’κόμα τὸ ψωμὶ ταὶ ὕστερα ’ὰ dὸ πλάσου (’ὰ=θά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/