αὐλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αὐλάκι τό, (Ι) ἀμάρτ. αὐλά’ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. αὐλὴ διὰ τῆς καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Μικρὰ αὐλή. Συνών. αὐλέλλα, αὐλὶ (Ι) 1, αὐλιδάκι, αὐλιδερούδι, αὐλίτσα, *αὐλόπουλλον, αὐλούδα 1, αὐλούλλα 1, ἀντίθ. αὐλάρα, αὐλάτσα, αὐλούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA