αὐλάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
αὐλάκι τό, (ΙΙ) αὐλάκιν Πόντ. (Κερασ.) αὐλάκι κοιν. αὐλά’ βόρ. ἰδιώμ. αὐλάκ’ Κάππ. (Ἀνακ. Φερτ.) Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) αὐλάτιν Κύπρ. αὐλάτσι Ἀπουλ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) Μέγαρ. κ.ἀ αὐλάτσ’ Λέσβ. Μύκ. κ.ἀ. αὐλάτ’ Πόντ. (Ὄφ.) αὐλκ Πόντ. (Ἀμισ.) αὐλάι Ἀπουλ. (Καλημ.) αὐάτζι Τσακων. εὐλάκι Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. αὐλάκιον, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. αὖλαξ.
Σημασιολογία
1)Ἡ διὰ τοῦ ἀρότρου ὀρυσσομένη αὖλαξ κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Βαθὺ-ρηχὸ αὐλάκι. Ἀνοίγω-βγάνω αὐλάκι κοιν. || Φρ. Αὐλάκ’ ’κ’ ἐπορεῖ νὰ ἐβγάλλ’ ἢ αὐλάκ’ ’κ’ ἐβγάλλ’ (ἐπὶ ἀνικάνου) Χαλδ. || Γνωμ. Βαθεˬὰ τ’ αὐλάκιˬα | νὰ φουντώνουνε τὰ στάχυˬα πολλαχ. Βαθεˬὰ τ’ αὐλάτσα τσ’ ἀνάρα͜ια Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) || Παροιμ. Οὗλα τὰ στραβὰ εὐλάκιˬα ’ς τὴν στραβὴν τὴν ἀελα͜ιὰ (εἰς τὸν ἔχοντα ἐλάττωμά τι ἢ ἀδεξιότητά τινα ἀποδίδεται πᾶν κακῶς γενόμενον) Ρόδ. || ᾎσμ. Ἀκρίτας ὅνταν ἔλαμνεν ἀφκὰ ’ς σὴν ποταμίαν, ἐπῆγεν κ’ ἔρθεν κ’ ἔλασεν, ἐποῖκεν πέντ’ αὐλάκιˬα Πόντ. (Τραπ.) β)Μεταφ. ἐλαχίστη ἀπόστασις Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Δὲ bάει αὐλάκι. 2)Ἡ κατ’ ἐξοχὴν αὖλαξ πρὸς διοχέτευσιν ὕδατος κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Καθαρίζω τ’ αὐλάκι. Τὸ νερὸ τρέχει ’ς τ’ αὐλάκι. Ξεχείλισε τ’ αὐλάκι ἀπὸ τὸ πολὺ νερὸ κοιν. Ἄνοιξι τ’ αὐλά' νὰ πουτίσουμι τ’ς λιμουνεˬὲς Σκόπ. Τ’ αὐλάτ’ ἐγομῶθε νερὸ Ὄφ. Ἔδεσα τὸ νερὸν ’ς σ’ αὐλάκ’ Τραπ. Χαλδ. Τρέ’ τ’ αὐλάτ’ (τρέχει τὸ νερὸ ’ς τ’ αὐλάκι) Ὄφ. || Φρ. Τὸ νερὸ ’ς τ’ αὐλάκι (ἐνν. βάζω ἢ ἔρχεται. Ἐπὶ τακτοποιήσεως πραγμάτων ἢ καταστάσεως). Ἔβαλε τὸ νερὸ ’ς τ’ αὐλάκι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) σύνηθ. Τοὺ νιρὸ τό ’φιρι ’ς τ’ αὐλά’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. Σὲ βάλλω ’βὼ ’ς τ’ αὐλάι! (σὲ διορθώνω ἐγώ!) Καλημ. Τί τρέχει; -Νερὸ ’ς τ’ αὐλάκι (εἰρωνικὴ ἀπάντησις τοῦ ἀποφεύγοντος νὰ ἱκανοποιήσῃ τὸν ἐρωτῶντα) πολλαχ. Τοῦ πάει αὐλάκι (ἐνν. τὸ κάτουρο, ἐπὶ τοῦ πολὺ φοβουμένου) ἀγν. τόπ. Πνίγιτι ’ς ἕν’ αὐλά’ νιρὸ (ἐπὶ ἀνθρώπου πολυπραγμονοῦντος περὶ πραγμάτων μικρῶν ἢ ἀνικάνου διὰ σπουδαίαν πρᾶξιν) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἔρθεν τὸ νερὸν ’ς σ’ αὐλάκ’ (ἐπὶ τέλους ἐνόησε) Τραπ. Χαλδ. Ἂς μοῦ κόψῃ τὸ νερὸ ἀπ’ τ’ αὐλάκι (ἂς μὲ βλάψῃ, ἂς ἄρῃ ἀπ’ ἐμοῦ τὴν προστασίαν του) Ἄργ. || Παροιμ. Ἔεσεν ’ς σ’ αὐλάκ’ (κατέστρεψεν τὴν ὑπόθεσιν ἐξ ἰδίας ἀδεξιότητος) Τραπ. Χαλδ. Συνών. ἀγωγὸς 1. β) Ὡς μέτρον ποσότητος ὕδατος Κρήτ. (Βιάνν. Κατσιδ.): Ἡ βρύσι βγάνει ἕνα αὐλάκι νερὸ καὶ δὲ χρειάζεται νὰ τὸ στερνιˬάζωμε γιˬὰ νὰ ποτίσωμε Κατσιδ. 3)Ἡ αὖλαξ δι’ ἧς διοχετεύεται τὸ ὕδωρ εἰς τὸν μυλῶνα πολλαχ.: Τ’ αὐλάκι τοῦ μύλου πολλαχ. || Παροιμ. Ὅλοι ἔκλαιγαν τὸν πόνο τους κιˬ ὁ μυλωνᾶς τ’ αὐλάκι (ἐπὶ ἀνθρώπου ὅστις δὲν ἀποσπᾷ τὴν σκέψιν του ἀπὸ τῶν ἑαυτοῦ πραγμάτων πρὸς γενικώτερα ζητήματα) πολλαχ. (μετὰ μικρῶν παραλλαγῶν). Συνών. μυλαύλακο. β)Τὸ εἰς τὸν μυλῶνα διοχετευόμενον ὕδωρ Ἤπ. κ.ἀ.: Παροιμ. Κόπ’κι τ’ αὐλά’, στάθ’κι οὑ μύλους (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀπολέσαντος τὸν τροφοδοτοῦντα αὐτόν, οἷον ἐπὶ ὀρφανοῦ) Ἤπ. 4)Ὀχετὸς μικρὸς καὶ ἀκάλυπτος, ρύαξ, χάνδαξ καὶ πᾶσα αὐλακοειδὴς πτυχὴ, συνήθως ὡς ὅριον ἀγρῶν, ἀμπελώνων κττ. σύνηθ.: Φρ. Πηδάω τ’ αὐλάκι (διαφεύγω τὸν κίνδυνον) πολλαχ. || Αἴνιγμ Χίλιˬες μύριˬες ἀδερφοῦλλες | ’ς ἕν’ αὐλάκι κατουρᾶνε (τὰ κεραμίδια τῆς στέγης) Πελοπν. (Πυλ.) β)Κοίτη, ρεῖθρον Στερελλ. (Ἀκαρναν.): Τ’ αὐλά’ τ’ πουταμιˬοῦ· 5)Τὸ αὐλακοειδὲς τμῆμα τῶν κήπων, ὅπου σπείρονται ἢ φυτεύονται τὰ κηπευτὰ λάχανα, ἡ πρασιὰ πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ): Φύτεψα δέκα αὐλάκιˬα πατάτες. Ἔβαλα πέντε αὐλάκιˬα κολοκυθεˬές. Ἕνα αὐλάκι κρεμμύδιˬα πολλαχ. Πέντε αὐλάκιˬα καρτόφ (πατάτες) Χαλδ. Συνών. ἀλία 1, αὐλακεˬὰ 2. β)Τμῆμα ἀμπελῶνος, ἐμφερὲς πρὸς πρασιὰν Καππ. (Ἀνακ. Φερτάκ.) 6)Πᾶσα αὐλακοειδὴς γλυφὴ ἐπὶ ξύλου ἢ ἄλλης ὕλης σύνηθ.: Ἀμόνι μὲ τ’ αὐλάκιˬα Ναύστ. Τὸ αὐλάτσι τοῦ ἀντίου Μέγαρ. 7)Πληθ., παιδιὰ καθ’ ἣν οἱ παῖκται ρίπτουν λιθάρια πλατέα κατὰ τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης, τὴν ὁποίαν πολλάκις ἐπιτρέχουν, μέχρις ὅτου ἀτονήσαντα βυθισθοῦν, ἔτι δὲ καὶ τὰ ἅλματα αὐτὰ τῶν οὕτω ἐπιτρεχόντων λίθων Σκόπ.: Καλὲς πέτρις γιˬὰ αὐλάκιˬα. Δικαπέντι αὐλάκιˬα ἔκαμα τώρᾳ δὰ μὶ μιˬὰ καλὴ πέτρα. 8)Μικρὸς ὅρμος θαλάσσης ἔνθα ἀγρεύονται οἱ ἀγεληδὸν εἰσδύοντες ἰχθύες Θρᾴκ. (Αἶν.) Κύθν. Μύκ. Πόντ. (Κερασ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπωνύμ. ὑπὸ τὸν τύπ. Αὐλάκι Ἀττικ. Ἤπ. Κάσ. Κύθηρ. Μῆλ. Μύκ. Πελοπν. Ὕδρ. Αὐλάκιˬα Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA