γλυκοπρόσωπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοπρόσωπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλυκοπρόσωπος ἐπίθ. Πέλοπν. (᾽Αναβρ.) -Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 211 Σ. Σκίπ., Θέατρ. καὶ πρόζ., 56 -Ν. Ἑστ. 19 (1935), 88.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γλυκὸς καὶ τοῦ οὐσ. πρόσωπο.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων γλυκὺ πρόσωπον, ἤτοι εὐχάριστον, οἱονεὶ γλυκεῖαν ὄψιν ἔνθ’ ἀν.: Τοῦ φαινόταν τὸ παλιˬὸ ἐκεῖνο σπίτι σὰ γλυκοπρόσωπο σεβάσμιο γεροντάκι Ν. Ἑστ., ἔνθ’ ἀν. Οἱ ἄνθρωποι γλυκοπρόσωποι καλημερίζουνται μὲ τὸ χαμόγελο τῆς καλωσύνης Σ. Σκίπ., ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Μέσ’ ’ς τὸ ὁλογέμωτο κιˬ ἀχνὸ φεγγάρι ποὺ γλυκοπρόσωπο τὰ οὐράνιˬα σχίζει Φ. Πανᾶς, ἔνθ’ ἀν. β) Μεταφ., ἡ, μετὰ τὴν κατεργασίαν λεία καθισταμένη ἐπιφάνεια δέρματος Πέλοπν. (’Αναβρ.): Γλυκοπρόσωπα τὰ βγάλανε τὰ τομάριˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/