αὐλακιˬάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλακιˬάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
αὐλακιˬάρις ὁ, ἀμάρτ. αὐλακιˬάρ’ς Στερελλ. (Αἰτωλ.) Θηλ. αὐλακιˬάρ’σσα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. αὐλάκι καὶ τῆς καταλ. -ιˬάρις.
Σημασιολογία
Ὑδρονόμος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. αὐλακολόγος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA