γλυκοπυρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκοπυρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκοπυρώνω Π. Βλαστ., Κριτικ. ταξίδ., 14 Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., 79 -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. πυρώνω.
Σημασιολογία
1) Μετβ., θερμαίνω ἠπίως, κατὰ τρόπον προκαλοῦντα οἱονεὶ αἴσθημα γλυκύτητος, ἡδονῆς Π. Βλαστ., ἔνθ’ ἀν.: Καὶ καθὼς τὸ βασίλεμα γλυκοπύρωνε τὶς ἀντιφεγγιˬές, εἶδα μπροστά μου τ’ ὅραμα χλομῆς Βενετιˬᾶς ξορισμένης ’ς τὰ ’Ιμαλάγιˬα. 2) ’Αμτβ., θερμαινόμενος ἐλαφρῶς προσκτῶμαι εὐάρεστον την ὄψιν χρῶμα Κ. Χρηστομ., ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Δημητρ.: Ὁ Παρθενών. . . γλυκοπύρωνε μὲ τὴ θύμηση τῶν φιλιˬῶν τοῦ ἥλιˬου. β) ᾿Εν μέτρῳ καὶ εὐαρέστως θερμαίνομαι Λεξ. Δημητρ.: Γλυκοπυρώνονταν οἱ γέροι ’ς τὴ λιˬακάδα τοῦ Γενάρη. γ) Μεταφ., κατέχομαι ὐπὸ ἐρωτικῆς θέρμης, ἐρωτικοῦ ὀργασμοῦ Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA