αὐλακιˬάτικο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλακιˬάτικο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

αὐλακιˬάτικο τό, ἀμάρτ. αὐλακιˬάτ’κου Στερελλ. (Αἰτωλ.) αὐλακιˬάτικα τά, Πελοπν. (Κορινθ.) αὐλατσιˬάτικα Πελοπν. (Τρίκκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *αὐλακιˬάτικος.

Σημασιολογία

Ὁ μισθός, ἡ ἀμοιβὴ ἡ παρεχομένη διὰ τὴν κατασκευὴν ἢ τὸν καθαρισμὸν τῆς αὔλακος τοῦ κοινοῦ πρὸς ἄρδευσιν ὕδατος ἔνθ’ ἀν.: Θὰ πληρώσουμι ἀποὺ πέντι δραχμὲς αὐλακιˬάτ’κου Αἰτωλ. Χρωστῶ τ’ αὐλακιˬάτικα ’ς τὸ νερολόγο Κορινθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/