γλωσσοφαγούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσοφαγούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γλωσσοφαγούρα ἡ, Ἤπ. (Ξηροβούν.) Πελοπν. (Γαργαλ. Μεσσην. κ.ἀ.) γλωσσοφαούρα Κῶς (Καρδάμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γλῶσσα καὶ φαγούρα.

Σημασιολογία

1) Γλωσσοφαγιˬὰ 4, τὸ ὁπ. βλ., Πελοπν. (Γαργαλ. Μεσσην. κ.ἀ.) Ἀρχίνησε ἀπὸ τὴν αὐγὴ τὶς γλωσσοφαγοῦρες μὲ τὴν προκομμένη τὴ συννυφάδα μου (προκομμένη=εἰρων. ἡ ἀπρόκοπτος) Γαργαλ. 2) Ἀκράτεια λόγου Ἤπ. (Ξηροβούν.) 3) Δυσφήμησις Κῶς (Καρδάμ.): ’Πὸ τέτο͜ιαν γλωσσοφαούρα μ-μπορεις νὰ δῇς προκοπήν;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/