γλωσσοφαγῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσοφαγῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλωσσοφαγῶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) Ἀόρ. ἐγλωσσοφάγεσα Πόντ. Παθητ. γλωσσοφαγίουμαι Πόντ. Ἀόρ. ἐγλωσσοφαγέθα Πόντ. Μετοχ. γλωσσοφαωμένος Πόντ. (Ἰνέπ.) γλωσσοφαγεμένος Πόντ. γλωσσοφαεμένος Πόντ. (Ἰνέπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀορ. ἐγλωσσόφαγα τοῦ γλωσσοτρώγω.

Σημασιολογία

Βασκαίνω τινά, ἐπιφθόνως ὁμιλῶν πολλάκις περὶ τῶν ἀγαθῶν του ἔνθ’ ἀν Συνων. γλωσσοτρώγω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/