γλυκορροδίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλυκορροδίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλυκορροδίζω Φ. Πανᾶ, Λυρικ., 175 Γ. Σουρ., Ἅπαντ., 2,276.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. ροδίζω=ἀνατέλλω.
Σημασιολογία
Κατὰ γ΄ πρόσ., ἐπὶ τῆς ἡμέρας ἢ τῆς ἀνοίξεως, ἀνατέλλω, προβάλλω κατὰ τρόπον γλυκύν, εὐχάριστον ἔνθ᾽ ἀν.: Ποιήμ. Ἀπ’ τὰ γλυκὰ τριαντάφυλλα, ποὺ ἔφερνες ’ς τὰ χείλη, γλυκορροδίσαν Μάιοι ’ς τὰ σωθικά μου χίλιˬοι Φ. Πανᾶς, ἔνθ’ ἀν. Κατευόδιˬο, παλληκάριˬα καὶ ναυτόπουλα τοῦ στόλου, σὰν ἀράξετε ’ς τὴν Κρήτη, νὰ γλυκορροδίζ’ ἡ μέρα Γ. Σουρῆς, ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA