αὐλέλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλέλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

αὐλέλλα ἡ, Ἀπουλ. αὐλέḍḍα Ἀπουλ. (Μελπιν.) Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. αὐλὴ διὰ τῆς καταλ. -έλλα.

Σημασιολογία

Μικρὰ αὐλή : ᾌσμ. Ὅταν πετάνω, κωπέλλα μου, χῶσε με ’ς τὴν αὐλέλλα σου, νὰ μὲ πατοῦν τὰ πόdιˬα σου, νὰ ’χῃ χαρὰ ἡ ψυχέλλα μου Ἀπουλ. Ἂν ἀπεσ-σάνω, ἀφέdη μου, ἔχε με ’ς τὴν αὐλέḍḍα σου, νὰ μὲ πατοῦν τὰ πόγιˬα σου, νὰ σοῦ πονῇ ἡ φσυχέḍḍα σου Μελπιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. αὐλάκι (Ι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/