γλυκοσαλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλυκοσαλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γλυκοσαλιˬάζω πολλαχ. γλυκουσαλιˬάζω Ἤπ. Μακεδ. (Γήλοφ. Γρεβεν. Καταφύγ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Ακαρν. ᾽Ασπρόπυργ. Φθιῶτ. Φωκ.) γλυκουσαλιˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.Νεγᾶδ.) Μέσ. γλυκοσαλιˬάζομαι Θρᾴκ. (Μάδυτ.) -Γ. Σουρῆ, Ρωμ., ἀρ. 144. Μετοχ. γλυκουσαλιˬασμένους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. γλυκὰ καὶ τοῦ ρ. σαλιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Αἰσθάνομαι τὸν σίαλον γλυκὺν ἐκ πόθου ἤ ἐπιθυμίας ἤ ἐπὶ τῆ θέα ὀρεκτικοῦ τινος ἢ ὡραίου τινός, ἰδία γυναικὸς πολλαχ.: Βλέπει τὶς κοπέλες καὶ γλυκοσαλιˬάζει. 2) Μεταφ., χαίρω, εὐχαριστοῦμαι, εὐτυχῶ Θεσσ. (Ζαγορ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Νεγᾶδ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Γρεβεν. Καταφύγ.) Μύκ. Σάμ. Σκῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ᾽Ακαρναν. ᾽Ασπρόπυργ. Φθιῶτ. Φωκ.) -Λεξ. Δημητρ.: Δὲν εγλυκοσάλιˬασα μιˬὰ μέρα ’ς τὴ ζωή μου (διὰ τὰ ἀλλεπάλληλοι δυστυχήματα δὲν ᾐσθάνθην ποτὲ εὐχαρίστησιν) Μύκ. Δὲ γλυκουσάλιˬασ’ οὑ καηˬμένους (δὲν ἔπαυσε νὰ ἔχῃ θλίψεις καὶ ἀτυχήματα) Ἤπ. (Ζαγόρ. Νεγᾶδ. κ.ἀ.) Δὲ γλυκουσάλιˬασι οὑ καηˬμένους ’λότιλα, μὶ τὰ παλιˬόπιδα ποὺ εἶχι Αἰτωλ. Δὲ γλυκουσάλιˬασι αὐτὸς πουτέ, γιˬατὶ ἔγιψι τ᾿ς γουνέους τ’ (ἔγιψι=ἐβασάνισε, ἐταλαιπώρησε) αὐτόθ. Μένα τό ᾿᾿ ἡ πλανέτα μ᾿ νὰ μὴ γλυκουσαλιˬάζου (τὸ ἔχει τὸ ἄστρον μου, ἡ μοῖρα μου νὰ μὴ χαίρωμαι) Σάμ. Εἶσι ἄγαρμπους, δὲ θὰ γλυκουσαλιˬάσ’ς! ’Ασπρόπυργ. Γλυκουσαλιˬάζ’ τ᾿ ἀχείλι μ’ Ἤπ. Νὰ μὴ γλυκουσαλιˬά’ῃς πουτέ ! (ἀρὰ) Αἰτωλ. Μετοχ. γλυκουσαλιˬασμένους Αἰτωλ. Πουτὲ δὲν τοὺν εἶδα γλυκουσαλιˬασμένουν (=εὐτυχισμένον) Πβ. ἀγλυκοσάλιˬαστος. 3) Ὁμιλῶ γλυκά, φιλοφρόνως Θρᾴκ. (Καλαμ.): Δὲν μὶ γλυκουσαλιˬάζ’, οὕλου μὶ μαλώ’. β) Μέσ., ὁμιλῶ κολακευτικά, κολακεύω Γ. Σουρῆς, ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Καὶ μὴ γλυκοσαλιˬάζεσαι καὶ μὴ μᾶς καλοπιˬάνῃς. 4) ’Ενεργ. καὶ. μέσ., ὁμιλῶ ἢ φλυαρῶ ἐρωτικῶς, ἐρωτοτροπῶ πολλαχ.: ᾽Απὸ τὸ πρωὶ ὥς τὸ βράδυ γλυκοσαλιˬάζει μὲ τὰ κορίτσιˬα πολλαχ.: || Ποίημ. Τ’ ἀηˬδόνιˬα πάνου ’ς τὰ δεντρὰ κ’ οἱ πέρδικες ’ς τ’ ὀρμάνιˬα γλυκοσαλιˬάζουν καὶ λαλοῦν καὶ χορτασμὸ δὲν ἔχουν (ὀρμάνιˬα=λόγγους) Μ. Φιληντ., Θρῦλ 61. Συνών. γλυκογαλιˬάζω Β, γλυκογαλίζω Β, γλυκογελῶ Β1, γλυκομιλῶ β, γλυκοσαλιˬαρίζω, γλυκοσαλίζω Α4, ἐργολαβῶ, ζαχαρώνω, νοστιμεύομαι, σαλιˬαρίζω, φλερτάρω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/