αὐλὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὐλὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αὐλὴ ἡ, (ΙΙ) Θεσσ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Πάρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. αὐλός. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηναίῳ 8,275. Πβ. διὰ τὸν σχηματισμὸν καὶ στέφανος-στεφάνη, κάλαμος-καλάμη κττ.
Σημασιολογία
1)Ὀχετὸς διὰ τοῦ ὁποίου εἰσέρχεται τὸ θαλάσσιον ὕδωρ εἰς τὴν ἁλυκὴν Πάρ. 2)Ἁλατοπήγιον Θεσσ. 3)Ἐν τῇ ἁλιευτικῇ γλώσσῃ μέρος τοῦ βιβαριοῦ ἐν σχήματι διαδρόμου Στερελλ. (Μεσολόγγ.) 4)Μέρος τῆς ἁλιευτικῆς συσκευῆς τῆς καλουμένης πήρας ἀγν. τόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA